- πολυσιτία
- πολυσῑτίᾱ , πολυσιτίαabundance of cornfem nom/voc/acc dualπολυσῑτίᾱ , πολυσιτίαabundance of cornfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσιτία — ἡ Α [πολύσιτος] 1. αφθονία σίτου ή αφθονία τροφής 2. στον πληθ. αἱ πολυσιτίαι το να καταναλώνει κανείς μεγάλη ποσότητα τροφής, η πολυφαγία … Dictionary of Greek
πολυσιτίαις — πολυσῑτίαις , πολυσιτία abundance of corn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσιτίαν — πολυσῑτίᾱν , πολυσιτία abundance of corn fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)